- αλλοπαθής
- -ές (Α ἀλλοπαθής)1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ, αλλοπαθής αντωνυμία, διδάσκεις σεαυτόν, αυτοπαθής) «τύπτω σε, τύπτεις με»β) «αλλοπαθή ρήματα», τα μεταβατικά ρήματα, σε αντίθεση προς τα αυτοπαθή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -παθής < ἔπαθον, πάσχω.ΠΑΡ. αλλοπάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.